- ἐξανδραποδίσαν
- ἐξανδραποδίζωreduce to utter slaveryaor part act neut nom/voc/acc sgἐξανδραποδίζωreduce to utter slaveryaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
Λάκκοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 356 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, 24 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων. Ιστορία. Τον Οκτώβριο του 1527 οι Λ.… … Dictionary of Greek
Φορμίων — (; – 428 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός που υπήρξε διάσημος ναύαρχος. Το 440 – 439 π.Χ. πολέμησε μαζί με τον Περικλή εναντίον της Σάμου και το 432 π.Χ. οι Αθηναίοι τον έστειλαν με 30 πλοία για να βοηθήσει τους Ακαρνάνες να καταλάβουν το Άργος… … Dictionary of Greek